- αινόλυκος
- αἰνόλυκος, ο (Μ) [αἰνός]ο τρομερός λύκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰνόλυκος — a horrible wolf masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνόλυκον — αἰνόλυκος a horrible wolf masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek